ποίηση

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

η / ποίησις, ΝΜΑ ποιώ
1. η τέχνη της σύνθεσης έμμετρων λογοτεχνικών έργων
2. τα ποιητικά έργα, τα ποιήματα («περὶ ὦν Ὅμηρος τὴν ποίησιν πεποίηκε», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
1. δημιουργία, κατασκευή («καὶ τειχῶν οἰκοδόμησιν καὶ νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι», Θουκ.)
2. η δημιουργία του κόσμου από τον θεό («ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα», ΠΔ)
3. τα δημιουργήματα του θεού («τοῦτον [δηλ. τὸν θεόν] διὰ τῆς ποιήσεως αὐτοῦ ἴσμεν», Τατιαν.)
αρχ.
1. η υιοθέτηση («ἀμφισβητεῖται δὲ παρὰ μὲν ἡμῶν κατὰ γένοςἀγχιστεία, παρὰ δὲ τούτων κατὰ ποίησιν», Δημοσθ.)
2. (περιληπτ.) αυτοί που έχουν υιοθετηθεί
3. μέθοδος, διαδικασία.