συγκεραννύω

From LSJ
Revision as of 09:55, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεραννύω Medium diacritics: συγκεραννύω Low diacritics: συγκεραννύω Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΝΝΥΩ
Transliteration A: synkerannýō Transliteration B: synkerannyō Transliteration C: synkerannyo Beta Code: sugkerannu/w

English (LSJ)

v. συγκεράννυμι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκερνώ, -άω, και συγκιρνώ, -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, -άω, Α κεράννυμι / κεραννύω]
1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους
2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», Πλάτ.)
3. μτφ. μετριάζω τη σφοδρότητα αναμιγνύοντας κάτι με κάτι άλλολύπη τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. συνθέτω, συναποτελώ
2. δημιουργώ φιλία ή έχθρα με κάποιον («ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσθαι», Ξεν.)
3. παντρεύομαι
4. είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ», Σοφ.)
5. γραμμ. (για φωνήεντα) παθαίνω κράση
6. παθ. συγκεράννυμαι
ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις», Ξεν.)
7. φρ. «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — πάσχω βαριά (Σοφ.).