φύλαγμα

From LSJ
Revision as of 10:41, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαγμα Medium diacritics: φύλαγμα Low diacritics: φύλαγμα Capitals: ΦΥΛΑΓΜΑ
Transliteration A: phýlagma Transliteration B: phylagma Transliteration C: fylagma Beta Code: fu/lagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, A gloss on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4. 2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36. II precept, commandment, LXX Le.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).

Spanish

objeto que protege, amuleto

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν φυλάσσω
φύλαξη, περιφρούρηση
νεοελλ.
παραφύλαγμα, ενέδρα
μσν.-αρχ.
παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)
αρχ.
φράγμα, προστατευτικό τείχος.