ὄμβριος

From LSJ
Revision as of 15:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄμβριος Medium diacritics: ὄμβριος Low diacritics: όμβριος Capitals: ΟΜΒΡΙΟΣ
Transliteration A: ómbrios Transliteration B: ombrios Transliteration C: omvrios Beta Code: o)/mbrios

English (LSJ)

ον, rainy, of rain, ὄ. ὕδωρ rain-water, Xenoph.30.4, SIG56.29 (Argos, V B.C.), Hdt.2.25, Hp.Aër.7, etc.; ὕδατα Pi.O.10(11).3; χάλαζα S.OC1502; νέφος Ar. Nu.288; Ζεὺς ὄ., as sender of rain, Lyc.160, cf. Str.15.1.69, Plu.2.158e.

German (Pape)

[Seite 329] vom Regen, zum Regen gehörig; ὕδατα, Pind. Ol. 10, 3; ὀμβρία χάλαζα, Soph. O. C. 1498; νέφος ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; ὕδωρ, Her. 2, 25; Sp., wie Plut. qu. nat. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui provient de pluie;
2 qui produit la pluie, pluvieux.
Étymologie: ὄμβρος.

Russian (Dvoretsky)

ὄμβριος:
1) дождевой (ὕδωρ Her., Plut.; νέφος Arph.);
2) смешанный с дождем (χάλαζα Soph.);
3) ниспосылающий дождь (Ζεύς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄμβριος: -ον, βροχερός, βρόχινος, ἐκ βροχῆς, Λατ. pluvialis, ὕδωρ ὄμβρ., ὕδωρ τῆς βροχῆς, «βροχόνερον», Ἡρόδ. 2. 25, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, κτλ.· ὕδατα Πινδ. Ο. 11 (10). 3· χάλαζα Σοφ. Ο. Κ. 1502· νέφος Ἀριστοφ. Νεφ. 288· - Ζεὺς ὄμβρ., ὡς πέμπων βροχήν, Λυκόφρ. 160· ὁ ὄμβρ. Ζεὺς Στράβ. 718, Πλούτ. 2. 158D.

English (Slater)

ὄμβριος rainy οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3)

Spanish

agua de lluvia

Greek Monotonic

ὄμβριος: -ον (ὄμβρος), βροχερός, βρόχινος, προερχόμενος από τη βροχή, ὕδωρὄμβριον, το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· νέφος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὄμβριος, ον, ὄμβρος
rainy, of rain, ὕδωρ ὄμβριον rain water, Hdt.; ὀμβρία χάλαζα Soph.; νέφος Ar.

English (Woodhouse)

of rain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον subst. agua de lluvia para hacer tinta Τυφωνίου μέλανος γραφή· ... μίλτου Τυφῶνος, ἀσβέστου, κονίας, ἀρτεμισίας μονοκλώνου, κόμεως, ὀμβρίου escrito con tinta de Tifón: sangre de Tifón, amianto, cal viva, artemisa de un solo tallo, goma, agua de lluvia P XII 99 P VIII 72