αποσπώ

From LSJ
Revision as of 17:26, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσπῶ, ἀποσπάω)
1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω
2. απομακρύνω κάποιον από κάτι
μσν.- νεοελλ.
1. τραβώ, ξεριζώνω
2. (για δέντρα) σπάζω
3. ελευθερώνω
νεοελλ.
(για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη
αρχ.
Ι. 1. αποστερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι
2. σύρω, τραβώ κάποιον
3. εξάγω, βγάζω κάτι από τη θέση του
4. (για στρατό) αποσύρω, μετακινώ
II. (-ώμαι)
1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου
2. (για οστά) βγαίνω απ' τη θέση μου
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) ὁ ἀπεσπασμένος
ο ευνούχος.