ἀφοσίωσις

From LSJ
Revision as of 08:00, 4 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοσίωσις Medium diacritics: ἀφοσίωσις Low diacritics: αφοσίωσις Capitals: ΑΦΟΣΙΩΣΙΣ
Transliteration A: aphosíōsis Transliteration B: aphosiōsis Transliteration C: afosiosis Beta Code: a)fosi/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A purification, expiation, D.H.2.52: pl., Plu.2.302b; defined as ὁσιότητος παραλελειμμένης ἀποπλήρωσις Herm.in Phdr.p.94A. 2 doing as matter of form, ἀφοσιώσεως ἕνεκεν = for form's sake, Plu.Eum.12; τιμῆς ἀ. outward, formal respect, Id.Tim.39; κατὰ ἀφοσίωσιν Dam.Pr.171.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 purificación, expiación Ῥωμύλῳ δεινὸν ἐφαίνετο τὸ πάθος καὶ ταχείας ἀφοσιώσεως δεόμενον D.H.2.52, διὰ τί ... χρῶνται ... πρὸς τὰς ἀφοσιώσεις καὶ τοὺς καθαρμούς; Plu.2.302b.
2 realización de algo como pura fórmula, excusa, justificación οὐ τιμῆς ἀφοσίωσιν ἐπεδείκνυντο Plu.Tim.39, ἀφοσιώσεως ἕνεκεν por puro formulismo Plu.Eum.12, κατὰ ἀφοσίωσιν Dam.in Prm.171, cf. POxy.2666.2.3 (IV d.C.).
3 execración, maldición ὁμοίᾳ ἀφοσιώσει καταδικάζομεν Leo Mag.ML 54.844A.

German (Pape)

[Seite 414] ἡ, dasselbe, die Reinigung, Plut. τῆς ἀφοσιώσεως ἕνεκα, nur zum Scheine, um dem Gewissen zu genügen, Eum. 12; τιμῆς ἀφοσίωσις Timol. 39, die äußerliche, kalte Ehrenbezeugung.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 purification, expiation;
2 accomplissement d'un devoir pour la forme : ἀφοσιώσεως ἕνεκα PLUT par acquit de conscience.
Étymologie: ἀφοσιόομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφοσίωσις: εως ἡ выполнение долга: ἀφοσιώσεως ἕνεκα Plut. для очистки совести; ἀ. τιμῆς Plut. оказание (чисто) внешних почестей.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοσίωσις: -εως, ἡ, καθαρμός, ἁγνισμός, Διον. Ἁλ. 2. 52. 2) πρᾶξίς τις γινομένη διὰ τὸν τύπον, ἀφοσιώσεως ἕνεκα, χάριν τοῦ τύπου, Πλουτ. Εὐμ. 12· τιμῆς ἀφοσίωσις, ἐξωτερικός, τυπικὸς σεβασμός, ὁ αὐτ. Τιμολ. 39.

Greek Monotonic

ἀφοσίωσις: -εως, ἡ, εξιλέωση· ἀφοσιώσεως ἕνεκα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[From ἀφοσιόω
expiation: ἀφοσιώσεως ἕνεκα for form's sake, Plut.