δυσκατέργαστος
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ον, A hard to work, λίθος Str.17.1.33; καρποὶ - ότεροι slower to mature, Thphr.CP1.14.4; hard of digestion, Dsc.2.93, Ph.2.244. II = δυσκατάπρακτος, X.Mem.4.2.7 (Comp.). III hard to tame, γένος ταύρων Agatharch.76 (Sup.); hard to overcome, Luc.Tyr. 15.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de llevar a término, difícil de conseguir el actuar en política sin preparación, X.Mem.4.2.7, cf. Phlp.in Mete.92.19
•bot. difícil de llevar a maduración καρποί Thphr.CP 1.14.4.
2 difícil de trabajar λίθος Str.17.1.33, Plu.2.455d, πέτρα Longin.Rh.207.
3 difícil de vencer o dominar περιωδυνίαι Dsc.Ther.7, ὁ τύραννος Luc.Tyr.15, τὰ πάθη Chrys.M.51.327, ὅστις τοὺς θεοὺς τιμᾷ Sch.A.Th.596f.
4 medic., de alimentos difícil de digerir o asimilar, indigesto τροφή Mnesith.Ath.26.4, ὕδατα Thphr.Fr.159, cf. Aët.3.165, de moluscos, Mnesith.Ath.36.3, Diph.Siph. en Ath.91f, de algunos pescados, Dsc.2.93, Ath.356d, κέγχρος Phylotim.6, τὸ ὠμόν Sor.1.17.103, βόεια κρέα Gal.1.630, cf. Thphr.HP 9.16.9, Ph.2.244, Phlp.in GA 248.20, Paul.Aeg.3.37.4
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad para ser asimilado διὰ τὸ ... ἐπιπολαστικὸν φύσει καὶ δυσκατέργαστον por su tendencia natural a flotar en el estómago y su dificultad para ser asimilado de los frutos secos, Heraclid.71.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bearbeiten, λίθος Strab. XVII p. 808; Poll. 5, 105; – schwer zu verdauen, Theophr.; vgl. Ath. II, 42 c; – schwer zu erarbeiten, zu erreichen, im compar., Xen. Mem. 4, 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.
Étymologie: δυσ-, κατεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατέργαστος:
1) трудно исполнимый (sc. πράγματα Xen.);
2) с которым трудно покончить (τύραννος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατέργαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, λίθος, Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = δυσκατάπρακτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσκατέργαστος, -ον)
αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασία
μσν.
(για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητος
αρχ.
1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά
2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα
3. αυτός που δύσκολα δαμάζεται ή εξημερώνεται.
Greek Monotonic
δυσκατέργαστος: -ον, = δυσκατάπρακτος, σε Ξεν.
Middle Liddell
δυσ-κατέργαστος, ον = δυσκατάπρακτος, Xen.]