μείωμα

From LSJ
Revision as of 16:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείωμα Medium diacritics: μείωμα Low diacritics: μείωμα Capitals: ΜΕΙΩΜΑ
Transliteration A: meíōma Transliteration B: meiōma Transliteration C: meioma Beta Code: mei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (μειόω) curtailment: hence, fine, X.An.5.8.1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, déficit.
Étymologie: μειόω.

Russian (Dvoretsky)

μείωμα: ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. εἴκοσι μνᾶς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μείωμα: τό, (μειόω) ἔλλειμα· ― πρόστιμον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1.

Greek Monolingual

μείωμα, τὸ (Α) μειώ
1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή
2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).

Middle Liddell

μείωμα, ατος, τό, μειόω
curtailment:—a fine, Xen.

German (Pape)

τό, die Verringerung, Verminderung, Xen. An. 5.8.1.