κορυζᾶς
From LSJ
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, driveller, sniveller, Men.1003.
Russian (Dvoretsky)
κορυζᾶς: ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men.
Greek (Liddell-Scott)
κορυζᾶς: ὁ, (κόρυζα), ὁ ἰσχυρῶς κορυζῶν, «μυξιάρης», Μένανδρ ἐν Ἀδήλ. 413.
Greek Monolingual
κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -άς της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχανάς, φαγάς)].
German (Pape)
ᾶ, ὁ, Men. bei Suid., der es ἰσχυρῶς κορυζῶν erkl.