διπλοῦς
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
διπλῆ, διπλοῦν, contr. for διπλόος.
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
v. διπλόος.
English (Strong)
from δίς and (probably) the base of πλείων; two-fold: double, two-fold more.
Russian (Dvoretsky)
διπλοῦς: стяж. = διπλόος.
Chinese
原文音譯:diploàj 笛-普魯士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:二-更多(的)
字義溯源:兩倍的,加倍的,加,倍;由(δίς)=兩次)與(πολύς)=更多,再)組成;其中 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二),而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(4);太(1);提前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 加倍的(2) 提前5:17; 啓18:6;
2) 比⋯還加倍(1) 太23:15;
3) 倍(1) 啓18:6
English (Woodhouse)
deceitful, stooping, bent with age, doubled up, stooping with age
German (Pape)
ῆ, οῦν, zsgzg. aus διπλόος.