σπηλαιώδης

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπηλαιώδης Medium diacritics: σπηλαιώδης Low diacritics: σπηλαιώδης Capitals: ΣΠΗΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: spēlaiṓdēs Transliteration B: spēlaiōdēs Transliteration C: spilaiodis Beta Code: sphlaiw/dhs

English (LSJ)

ες, cavern-like, κατάγειος οἴκησις σ. Pl.R.514a, cf. Dsc.5.91.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
en forme de caverne.
Étymologie: σπήλαιον, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπηλαιώδης -ες [σπήλαιον] grotachtig.

Russian (Dvoretsky)

σπηλαιώδης: имеющий вид пещеры (οἴκησις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

σπηλαιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σπήλαιον, κατάγειος οἴκησις σπ. Πλάτ. Πολ. 514Α.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ σπήλαιον
όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες»)
2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» — βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να προέρχεται από σπήλαιο
β) «σπηλαιώδης αναπνοή» ή «σπηλαιώδης ρόγχος» — φύσημα, ήχος που γίνεται αντιληπτός με την ακρόαση ενός πνεύμονα στον οποίο έχουν σχηματιστεί σπήλαια.

Greek Monotonic

σπηλαιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με σπηλιά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σπηλαι-ώδης, ες εἶδος
cavern-like, Plat.

German (Pape)

ες, höhlenartig; οἴκησις κα τάγειος, Plat. Rep. VII.514a, und Sp.