καλλίρροος

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίρροος Medium diacritics: καλλίρροος Low diacritics: καλλίρροος Capitals: ΚΑΛΛΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: kallírroos Transliteration B: kallirroos Transliteration C: kallirroos Beta Code: kalli/rroos

English (LSJ)

ον, poet. also καλλίροος [ῐ] (contr. καλλίρους S.Fr.649.39), A beautiful-flowing, ὕδωρ, κρουνώ, Il.2.752, 22.147; ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο Od.5.441; κρήνην καλλίροον 17.206; πηγή A.Pers.201; Ὠκεανός Orph. Fr.15: metaph., of the voice, καλλιρόοισι πνοαῖς Pi.O.6.83:—fem., Καλλιρόη, one of the Oceanids, h.Cer.419, Hes.Th.288, etc. II pr. n., Καλλιρρόη, a famous spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος, Th. 2.15, Pl.Ax.364a.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
au beau cours, aux belles eaux.
Étymologie: καλός, ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

καλλίρροος: и καλλίροος
1) красиво текущий (ὕδωρ, ποταμός Hom.; πηγή Aesch.);
2) плавный, текучий, певучий (πνοαί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίρροος: -ον, ποιητ. ὡσαύτως καλλίροος (ἴδε κατωτ.)· - καλῶς ῥέων, ὕδωρ, κρουνὸς Ἰλ. Β. 752, Ω. 147· ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο Ὀδ. Ε. 441· κρήνη... καλλίροον Ρ. 206· πηγὴ Αἰσχύλ. Πέρσ. 201: - μεταφ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλλιρρόοισι πνοαῖς Πινδ. Ο. 6. 143. - Θηλ. Καλλιρόη, μία τῶν Ὠκεανίδων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 419, Ἡσ. 288, κτλ.· - ἀλλὰ Καλλιρρόη, ὡσαύτως, περίφημος κρήνη ἐν Ἀθήναις, παρὰ μεταγενεστέροις Ἐννεάκρουνος (ἀλλ’ ἤδη πάλιν Καλλιρρόη), Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Ἀξίοχ. ἐν ἀρχ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καλλιρόη (δι’ ἑνός ρ)· κρήνη ἐν Ἀθήναις».

English (Autenrieth)

beautifully-flowing, fair-flowing.

Greek Monotonic

καλλίρροος: -ον, ποιητ. επίσης καλλί-ροος, αυτός που έχει καλή ροή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τον αυλό, σε Πίνδ.· θηλ. Καλλιρόη, μια από τις Ωκεανίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· αλλά Καλλιρρόη επίσης, περίφημη κρήνη στην Αθήνα, έπειτα Ἐννεάκρουνος (αλλά τώρα ξανά Καλλιρρόη), σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίρροος -οον, contr. καλλίρρους -ουν [καλός, ῥέω] mooi stromend:. αἰενάων ποταμῶν καλλίρροον ὕδωρ het mooi stromende water van onuitputtelijke rivieren Hes. Op. 737.

German (Pape)

καλλίροος; ὕδωρ, κρουνός, Il. 2.752, 12.33, 22.147; πηγή Aesch. Pers. 197; sp.D.; auch νάρκισσος, poet. bei Ath. XV.682f, wo man καλλίχροος vermutet.