Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστεφής

From LSJ
Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστεφής Medium diacritics: καταστεφής Low diacritics: καταστεφής Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: katastephḗs Transliteration B: katastephēs Transliteration C: katastefis Beta Code: katastefh/s

English (LSJ)

ές, crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: καταστέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.

Russian (Dvoretsky)

καταστεφής: увенчанный (ἀνήρ Soph.; γεραιαί Eur.).

Greek Monolingual

καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επιστεφής, περιστεφής].

Greek Monotonic

καταστεφής: -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.

Middle Liddell

κατστεφής, ές
crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. [from καταστέφω

German (Pape)

ές, bekränzt; ἀνήρ Soph. Tr. 177; Eur. Suppl. 259; Ap.Rh. 3.220.