βοορραίστης
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ου, ὁ, slayer of oxen, Tryph. 361.
Greek (Liddell-Scott)
βοορραίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀποκτείνων, σφάζων βοῦς, ἀφανίζων αὐτούς, Τρυφ. 361.
Greek Monolingual
βοορραίστης, ο (Α)
αυτός που εξολοθρεύει τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ραίστης < ραίω «συντρίβω, τσακίζω, εξολοθρεύω»].
German (Pape)
Ochsentöter, Tryphiod. 361.