καταχορδεύω
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
mince up as for a sausage, κ. [τὴν γαστέρα] Hdt.6.75; κ. τινὰ ἐν βασάνοις Them. Or.21.261d.
French (Bailly abrégé)
arracher les entrailles ; éventrer, acc..
Étymologie: κατά, χορδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χορδεύω tot worst maken.
Russian (Dvoretsky)
καταχορδεύω: разрезать, вспарывать (τὴν γαστέρα Her.).
Greek Monolingual
καταχορδεύω και καταχορδῶ, -έω (Α)
κατακόβω τις σάρκες σαν χορδές, σχίζω το κρέας του σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χορδεύω «κατασκευάζω αλλαντικά» (< χορδή «έντερο»)].
Greek Monotonic
καταχορδεύω: μέλ. -σω, κατακόπτω κάτι όπως το κρέας που προετοιμάζεται για λουκάνικο, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταχορδεύω: κατακόπτω τι ὡς τὸ κρέας πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. χορδεύω), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75· ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2· κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D·- ὡσαύτως καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
Middle Liddell
fut. σω
to mince up as for a sausage, Hdt.
German (Pape)
zerschneiden, zerhacken, eigtl. zu Wurstfleisch hacken, von χορδαί, die Därme; τὴν γαστέρα Her. 6.75, und danach Sp., wie Longinus De sublimitate. 31.2. S. καταχορδέω.