συνεπικρύπτω

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικρύπτω Medium diacritics: συνεπικρύπτω Low diacritics: συνεπικρύπτω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synepikrýptō Transliteration B: synepikryptō Transliteration C: synepikrypto Beta Code: sunepikru/ptw

English (LSJ)

help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.

French (Bailly abrégé)

cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επικρύπτω helpen te verbergen of verhullen.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικρύπτω: вместе скрывать, помогать скрыть (ἀδίκημά τι Plut.).

Greek Monolingual

Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.

Greek Monotonic

συνεπικρύπτω: μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω, συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.

Middle Liddell

fut. ψω
to help to conceal, Plut.

German (Pape)

mit, zugleich verbergen, Plut. Timol. 10.