ἔκμετρος

From LSJ
Revision as of 19:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκμετρος Medium diacritics: ἔκμετρος Low diacritics: έκμετρος Capitals: ΕΚΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: ékmetros Transliteration B: ekmetros Transliteration C: ekmetros Beta Code: e)/kmetros

English (LSJ)

ον, out of measure, measureless, ὄλβος S.Fr.353, cf. Man.4.464,626; of a verse, exceeding the due length, Luc.Pr.Im.18.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fuera de toda medida, inconmensurable ὄλβος S.Fr.353, γυῖα Man.4.464, cf. 626.
2 métr. que excede la medida debida de un verso, Luc.Pr.Im.18.
II adv. -ως fuera de medida Poll.5.167.

German (Pape)

[Seite 769] 1) außer dem Maaße, übermäßig; ὀλβος Soph. frg. 324; vgl. B. A. 38, wo χρυσός, καρπός, ὄχλος ἔκμ. angeführt werden; καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc. pro imag. 18. – 2) = ἄμετρος, ohne Metrum, prosaisch, Luc. Iup. trag. 20, Gegensatz ἔμμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἔκμετρος:
1) безмерный, огромный (ὄλβος Soph.);
2) неумеренный, чрезмерный (ἔ. καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκμετρος: -ον, ἀμέτρητος, ἄμετρος, ὄλβος Σοφ. Ἀποσπ. 324, πρβλ. ποὺς ΙΙΙ. ― ἀντίθετον τῷ ἔμμετρος.

Greek Monolingual

ἔκμετρος, -ον (Α)
1. υπέρμετρος, αμέτρητοςὄλβος ἔκμετρος»)
2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο
3. ακράτητος, αχαλίνωτος.