λυρογηθής

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Apoll" to "Apoll")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠρογηθής Medium diacritics: λυρογηθής Low diacritics: λυρογηθής Capitals: ΛΥΡΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: lyrogēthḗs Transliteration B: lyrogēthēs Transliteration C: lyrogithis Beta Code: luroghqh/s

English (LSJ)

ές, delighting in the lyre, AP9.525.12, An.Par.4.350.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la lyre.
Étymologie: λύρα, γηθάω.

Russian (Dvoretsky)

λῠρογηθής: наслаждающийся лирой (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠρογηθής: -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.

Greek Monolingual

λυρογηθής, -ές (Α)
αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνογηθής, χθονογηθής].

Greek Monotonic

λῠρογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που χαίρεται, που τέρπεται από το παίξιμο της λύρας, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῠρο-γηθής, ές γηθέω
delighting in the lyre, Anth.

German (Pape)

heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX.525.12), der sich der Lyra erfreut, leierfroh.