διεσθίω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
fut. A -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.Mul.1.2:— eat through, δ. τὴν μητέρα (v.l. μήτραν), of young vipers, Hdt.3.109, cf. Arist.HA558a30. II consume, corrode, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. διέφαγον Hdt.3.109, Hp.Mul.1.2]
1 c. suj. animado devorar τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.HA 558a30, Thphr. en Ael.NA.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.Epit.Xiph.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.AI 10.19, ἡ ἄρκτος ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.Or.M.85.93A
•fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν Corp.Herm.10.20.
2 c. suj. inanimado corroer, consumir τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.VM 19, cf. Dsc.Eup.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.CP 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.CP 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ ἐγκέφαλος ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.Morb.Sacr.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.SA 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.Mul.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45
•fig. c. suj. abstr. corroer, corromper τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ ἁμαρτία) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.Instit.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.
French (Bailly abrégé)
f. διέδομαι;
dévorer.
Étymologie: διά, ἐσθίω.
Russian (Dvoretsky)
διεσθίω: (fut. διέδομαι, aor. διέφᾰγον)
1 проедать, разъедать (τι Her., Arst., Plut.);
2 пожирать, уничтожать (ὁ τὰ πάντα διεσθίων φθόνος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
διεσθίω: μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -τρώγω ἐντελῶς, κατατρώγω, δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. καταναλίσκω, κατατρώγω, Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.
Greek Monolingual
διεσθίω (Α) εσθίω
1. τρώγω εντελώς, κατατρώγω
2. φθείρω, καταναλώνω.
Greek Monotonic
διεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ διέφᾰγον, κατατρώω· δ. τὴν μητέρα (βλ. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον
to eat through, δ. τὴν μήτραν, of young vipers, Hdt.
German (Pape)
(ἐσθίω), durchfressen; Ael. H.A. 15.16; Plut.; übertragen, φθόνος πάντα, verzehren, DL. 5.76; πρὶν ἂν διαφάγῃ Her. 3.109.