ἀνέμβατος

From LSJ
Revision as of 17:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμβᾰτος Medium diacritics: ἀνέμβατος Low diacritics: ανέμβατος Capitals: ΑΝΕΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anémbatos Transliteration B: anembatos Transliteration C: anemvatos Beta Code: a)ne/mbatos

English (LSJ)

ον, A inaccessible, Eratosth.Fr.16.14, D.H.1.3; ἀ. δρυμῶνα Babr.45.11; of a river, σκαφέεσσιν ἀ. AP9.641 (Agath.): metaph., ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων ἀ. Ocell.1.15; βελέεσσιν ἀ. AP5.233.3 (Paul. Sil.). 2 not to be trodden, of a spot struck by a thunderbolt. Plu. Pyrrh.29. 3 Act., not going to or visiting, AP9.287 (Apollonid.).

Spanish (DGE)

(ἀνέμβᾰτος) -ον
I 1que no puede ser pisado por motivos religiosos ἄλσος Plu.2.300d, en gener. γῆ D.H.1.3, cf. Eratosth.16.14, de un lugar tocado por el rayo, Plu.Pyrrh.29
infranqueable de un río σκαφέεσσιν ἀ. AP 9.641 (Agath.)
inaccesible δρυμών Babr.45.11
inalcanzable ἀήρ, οὔρεα, πόντος ἀνέμβατος· ἔνδοθι γαίης κρύπτομαι Nonn.D.2.140, βελέεσσιν ἀ. ... Ἐρώτων AP 5.234 (Paul.Sil.).
II que no ha pisado de un águila ἐγὼ Ῥοδίοισιν ἀνέμβατος ἱερὸς ὄρνις yo, un ave sagrada, que jamás holló Rodas, e.d., desconocida para los rodios, AP 9.287 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 222] unzugänglich, γῆ D. Hal. 1, 3; von heiligen Oertern, Plut. Pyrrh. 29; ἔπαλξις Agath. 8 (V, 294); Λακεδαίμων ad. 452 (VII, 723); σκαφέεσσι ποταμοί, nicht fahrbar, Agath. 56 (IX, 641); ἄτραπος ἄλλοις ἀν. Ant. Th. 24 (VII, 409). Auch akt., nicht hinzugehend, Ῥοδίοισιν ἀν. ὄρνις Apollnds. 14 (IX, 287).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: , ἐμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέμβᾰτος:
1 недоступный, неприступный (χωρία, θάλαττα Plut.; δρυμών Babr.; ἔπαλξις Anth.): σκαφέεσσι ἀ. ποταμός Anth. несудоходная река; βελέεσσιν ἀ. τινος Anth. неуязвимый для чьих-л. стрел;
2 не имеющий доступа: πρὶν Ῥοδίοισιν ἀ. Anth. прежде не бывавший у родосцев.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμβατος: -ον, ὁ μὴ ἐμβατός, ἄβατος, Διον. Ἁλ. Ρωμ. Ἀρχ. 1. 3, Πλουτ. Πύρρ. 29· ἀν. δρυμῶνα Βαβρ. 45. 11· ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ μὴ πλωτός, σκαφέεσσιν ἀν. Ἀνθ. Π. 9. 641: μεταφ. ἄτρωτος, βελέεσσιν ἀν. αὐτόθι 5. 234. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἴς τινα, μὴ ἐπισκεπτόμενος αὐτόν, ὁ πρὶν ἐγὼ Ροδίοισιν ἀνέμβατος ἱερὸς ὄρνις αὐτόθι 9. 287.

Greek Monolingual

ἀνέμβατος, -ον (AM)
απλησίαστος, ακατανόητος (αποδίδεται στη φύση του Θεού)
αρχ.
1. απάτητος, αυτός στον οποίο δεν έχει πατήσει άνθρωπος
2. εκείνος στον οποίο δεν επιτρέπεται να πατήσει κανείς, άβατος
3. όποιος δεν πηγαίνει σε κάποιο χώρο.

Greek Monotonic

ἀνέμβᾰτος: -ον (ἐμβαίνω),
1. άβατος, μη προσβάσιμος, σε Βάβρ., Πλούτ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν μεταβαίνει ή δεν επισκέπτεται, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐμβαίνω
1. inaccessible, Babr., Plut.
2. act. not going to or visiting, Anth.