Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσκάντης

From LSJ
Revision as of 17:42, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάντης Medium diacritics: ἀσκάντης Low diacritics: ασκάντης Capitals: ΑΣΚΑΝΤΗΣ
Transliteration A: askántēs Transliteration B: askantēs Transliteration C: askantis Beta Code: a)ska/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, A pallet, Ar.Nu.633, Luc.Lex.6. II bier, AP 7.634 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ catre Ar.Nu.633, Call.Fr.240, Luc.Lex.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio, AP 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 370] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grabat.
Étymologie: DELG ? ; terme prob. populaire.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκάντης: ου ὁ
1 убогая постель, жалкий одр Arph., Luc.;
2 похоронные носилки Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκάντης: -ου, ὁ κράβατος, κλινίδιον εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. φέρετρον, νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.

Greek Monolingual

ἀσκάντης, ο (Α)
1. φτωχικό στρώμα, ψάθα
2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν
κράββατον» (Ησύχιος)].

Greek Monotonic

ἀσκάντης: -ου, ὁ,
I. φτωχή κλίνη, αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.
II. φέρετρο, νεκροκρέβατο, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pallet, bier (Ar.).
Dialectal forms: ἀκχάνθαρ (codd. ἀκχαλίβαρ)· κράββατος, Λάκωνες H.; and σκάνθαν. κράββατον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A substr. word, rather than vulgar (which solves nothing).

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
I. a poor bed, pallet, Ar.
II. a bier, Anth.

Frisk Etymology German

ἀσκάντης: {askántēs}
Grammar: m.
Meaning: schlechtes Bett, Totenbahre (Ar., Luk., AP).
Etymology: Unerklärt.
Page 1,163