ἐξοπλισία

From LSJ
Revision as of 18:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοπλῐσία Medium diacritics: ἐξοπλισία Low diacritics: εξοπλισία Capitals: ΕΞΟΠΛΙΣΙΑ
Transliteration A: exoplisía Transliteration B: exoplisia Transliteration C: eksoplisia Beta Code: e)coplisi/a

English (LSJ)

ἡ, A muster of troops under arms, review, Aen.Tact.10.13 (pl.); ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ under arms, X.An.1.7.10, Plb.11.9.4, Str. 15.3.18, etc. 2 field-day, manoeuvres, Ael.Tact.24.1(pl.); ταῖς ἐ. γυμνάζειν Man.Hist.42.

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, das unter die Waffen Treten u. gegen den Feind Ausrücken, Xen. An. 1, 7, 10; die Revüe, D. Sic. öfter; Pol. 10, 22, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prise d'armes.
Étymologie: ἐξοπλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοπλῐσία:
1 надевание оружия, вооружение (ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ Xen.);
2 смотр войскам Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπλῐσία: ἡ, ἐξοπλισμός, ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ, ἐν ᾧ χρόνῳ ὁ στρατὸς εὑρίσκετο ἐν ὅπλοις, ἐν τῇ ἐξετάσει, ἐν τῇ ἐπιθεωρήσει, Λατ. in procinctu, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 39· ἐν ταῖς ἐξοπλισίαις, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ἐπιθεωρήσεσι, Διόδ. 19. 3.

Greek Monolingual

ἐξοπλισία, η (Α) έξοπλος
ο εξοπλισμός.

Greek Monotonic

ἐξοπλῐσία: ἡ, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο στρατός βρίσκεται στα όπλα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐξοπλῐσία, ἡ,
a being under arms, Xen.