ἀκροαματικός

From LSJ
Revision as of 10:29, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροᾱματικός Medium diacritics: ἀκροαματικός Low diacritics: ακροαματικός Capitals: ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akroamatikós Transliteration B: akroamatikos Transliteration C: akroamatikos Beta Code: a)kroamatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A designed for hearing only, αἱ ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι = the esoteric doctrines of philosophers, delivered orally, Plu.Alex. 7.
2 c. gen., capable of attending to, Asp. inEN27.14.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 capaz de escuchar παῖς Asp.in EN 27.14.
2 musical lat. Demetriae acroamaticae Graecae, Fiestas griegas musicales en honor de Demetrio, CIL 6.8693.

German (Pape)

[Seite 82] hörbar, διδασκαλίαι, die bloß mündlichen esoterischen Vorträge der Philosophen, Plut. Alex. 7 αἱ ἀπόῤῥητοι καἰ βαρύτεραι διδασκαλίαι, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροαματικὰς καὶ ἐποπτικὰς προσαγορεύοντες οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'audition : ἀκροαματικὴ διδασκαλία PLUT enseignement donné verbalement à des auditeurs, enseignement ésotérique de certains philosophes.
Étymologie: ἀκρόαμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροᾱμᾰτικός: рассчитанный на слушание, т. е. устный (διδασκαλίαι, λόγοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροαματικός: -ή, -όν, προωρισμένος εἰς ἀκρόασιν μόνον, αἱ ἀκρ. διδασκαλίαι, αἱ ὑψηλότεραι καὶ βαθύτεραι διδασκαλίαι τῶν φιλοσόφων προφορικῶς μεταδιδόμεναι, Πλούτ. Ἀλέξ. 7· πρβλ. ἀκροατικός, ἐσωτερικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκροαματικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία
νεοελλ.
(Νομ.) ακροαματική διαδικασία
η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία
αρχ.
1. ο ικανός να ακούει, να παρακολουθεί
2. φρ. «ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι» — οι υψηλού περιεχομένου εσωτερικές διδασκαλίες τών φιλοσόφων που μεταδίδονταν προφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόαμα.
ΠΑΡ. ακροαματικότητα].

Greek Monotonic

ἀκροᾱματικός: -ή, -όν (ἀκροάομαι), αυτός που είναι δημιουργημένος μόνο για ακρόαση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀκροάομαι
designed for hearing only, Plut.