λιθιάω
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
only pres., suffer from the stone, Hp.Aph.4.79, al., Pl.Lg.916a, IG42(1).121.68 (Epid., iv B.C.), Arist.Pr.895a37, Ruf.Ren.Ves.3, al., Philostr.VS1.25.11; [νοσήματα] -ιῶντα Hp.Hum.12:—also λῐθάω, which is restored in Pl. l.c., cf. Phot. s.v. λιθῶντας; also λιθόωσα· πολύλιθος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 44] auch λιθάω, den Blasenstein haben, an Steinschmerzen leiden, Hippocr. u. a. Medic.; Plat. Legg. XI, 916 a; Diphil. Ath. III, 90 d u. Machon. XIII, 578 e.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 avoir la maladie de la pierre;
2 avoir les articulations raides et nouées en parl. de la goutte.
Étymologie: λίθος.
Russian (Dvoretsky)
λῐθιάω: страдать каменной болезнью Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθιάω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., πάσχω ἐκ λιθιάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 916Α, Ἀριστ. Προβλ. 10. 43· λιθιώντων αὐτῷ τῶν ἄρθρων Φιλόστρ. 543. Ὁ δοκιμώτερος τύπος εἶναι λιθάω, λιθῶ καὶ οὕτω πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ παρὰ Πλάτ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. λιθῶντας· Ἐπικ. μετοχ. λιθόωσα, = πολύλιθος, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 80.
Greek Monotonic
λῐθιάω: ή λῐθάω, μόνο σε ενεστ., πάσχω από λιθίαση, υποφέρω από αρθριτικά, σε Πλάτ.