χαλκότορος

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότορος Medium diacritics: χαλκότορος Low diacritics: χαλκότορος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΟΡΟΣ
Transliteration A: chalkótoros Transliteration B: chalkotoros Transliteration C: chalkotoros Beta Code: xalko/toros

English (LSJ)

ον, A of piercing, sharp bronze, ξίφη Pi.P.4.147. 2 caused by piercing with bronze, ὠτειλαί Opp.H.5.329 (expld. by χαλκο-τρύπητοι Sch.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gearbeitet, ξίφος Pind. P. 4, 147. – Durch Erz gebohrt, geschlagen, ὠτειλαί Opp. Cyn. 5, 329.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fabriqué en airain;
2 fait par une arme d'airain en parl. d'une blessure.
Étymologie: χαλκός, τείρω.

Russian (Dvoretsky)

χαλκότορος: приготовленный из меди (ξίφος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκότορος: -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, ἤτοι διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. χαλκοτύπος.

English (Slater)

χαλκότορος worked in bronze “χαλκοτόροις ξίφεσιν” (v.l. χαλκοτέροισι) (P. 4.147)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. χαλκοτόρευτος («χαλκοτόροις ξίφεσιν», Πίνδ.)
2. αυτός που έχει προκληθεί από διάτρηση με χάλκινο αντικείμενο, ιδίως με χάλκινο όπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τορος (< θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τείρω «διατρυπώ»), πρβλ. διά-τορος].

Greek Monotonic

χαλκότορος: -ον (τείρω), αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκό-τορος, ον, τείρω
wrought of brass, Pind.