ἱππομαχέω
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
fight on horseback, Th.4.124, X.Cyr.6.4.18; ἱ. πρὸς ὁπλίτας to fight, cavalry against infantry, Id.Ages.2.3.
German (Pape)
[Seite 1260] zu Pferde kämpfen, Xen. Cyr. 6, 4, 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 combattre à cheval;
2 en parl. de cavalerie combattre contre de l'infanterie.
Étymologie: ἱππόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
ἱππομαχέω:
1 сражаться в конном строю, вести конный бой (οἱ ἱππῆς ἱππομάχησαν Thuc.; ἱ. πρὸς ὁπλιτας Xen.; κράτιστοι ὄντες ἱ. Plut.);
2 сражаться против конницы (ἅμα ἱ. τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομᾰχέω: μάχομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, ἔφιππος, Θουκ. 4. 124, 18˙ πῶς ἅμα δυνήσεται ἱππομαχεῖν τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν; Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18˙ πρὸς τοὺς ὁπλίτας ἱππομαχεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 3.
Greek Monotonic
ἱππομᾰχέω: μέλ. -ήσω, μάχομαι πάνω στην πλάτη αλόγου, σε Θουκ., Ξεν.