λαγωός
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Epic for λαγώς.
German (Pape)
[Seite 5] ὁ, ion. u. ep. = λαγώς, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγωός: ὁ Hom., Xen., Arst. etc. = λαγώς.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγωός: -οῦ, ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ λαγώς, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λᾰγωός: -οῦ, ὁ, Επικ. αντί λαγώς.
Middle Liddell
λᾰγωός, οῦ, [epic for λαγώς.]
Mantoulidis Etymological
ἐπικ. ἀντί τοῦ λαγώς (=λαγός). Ἀπό ρίζα λαγ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις λαγαρός, λάγνος, λαγών (=λαγγόνι).