χῶσις

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῶσις Medium diacritics: χῶσις Low diacritics: χώσις Capitals: ΧΩΣΙΣ
Transliteration A: chō̂sis Transliteration B: chōsis Transliteration C: chosis Beta Code: xw=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, A heaping up, especially of earth, raising a mound or bank, esp. against a city, Th.2.76. 2 filling up, blocking by carth thrown in, χ. τῶν λιμένων Id.3.2; τάφρου D.H.5.41. 3 embanking, τοῦ θεάτρου IG9(2).522.26 (Larissa, iii/ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, das Aufschütten, Zuschütten, bes. das Anhäufen von Schutt, Erde, die Aufführung eines Walles, Dammes, u. der Wall, Damm selbst; Thuc. 2, 76; λιμένων 3, 2; Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de construire une jetée, une digue;
2 action de combler un port.
Étymologie: χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

χῶσις: εως ἡ
1 сооружение вала, постройка плотины (ἅμα τε χώσει καὶ μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.);
2 заваливание, засыпание (τῶν λιμένων Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

χῶσις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, συσσώρευσις, μάλιστα χώματος, σχηματισμὸς προχώματος ἐναντίον πόλεως, Θουκ. 2. 76, πρβλ. χῶμα. 2) γέμισμα, ἀπόκλεισις διὰ χώματος, χ. τῶν λιμένων ὁ αὐτ. 3. 2.

Greek Monotonic

χῶσις: -εως, ἡ (χόω), συσσώρευση, ιδίως, λέγεται για χώμα, ύψωση ενός προχώματος ή αναχώματος, ιδίως, εναντίον μιας πόλης, σε Θουκ.
2. γέμισμα, αποκλεισμός με χώμα, στον ίδ.

Middle Liddell

χῶσις, εως, [χόω]
1. a heaping up, especially of earth, raising a mound or bank, esp. against a city, Thuc.
2. a filling in, blocking up by earth thrown in, Thuc.

English (Woodhouse)

filling up with earth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συσσώρευση). Ἀπό τό χώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. • 243 Ψ {{ |=Ψῖ }}