τρυχηρός

From LSJ
Revision as of 13:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡχηρός Medium diacritics: τρυχηρός Low diacritics: τρυχηρός Capitals: ΤΡΥΧΗΡΟΣ
Transliteration A: trychērós Transliteration B: trychēros Transliteration C: trychiros Beta Code: truxhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496. II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυχηρός -ά -όν [τρῦχος] versleten, gehavend.

Russian (Dvoretsky)

τρῡχηρός: изношенный, изорванный: τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Eur. изорванные лохмотья на истерзанном теле.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].

Greek Monotonic

τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.

Middle Liddell

τρῡχηρός, ή, όν τρῦχος
ragged, tattered, Eur.

English (Woodhouse)

ragged, tattered, torn, of clothes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[ῡ], zerlumpt, zersetzt, überhaupt abgerissen, abgenutzt, erschöpft; bes. von Kleidern und vom menschlichen Leibe; Eur. Tr. 496, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματα; Vetera Lexica, erkl. ῥακώδης.