γυναικισμός
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ὁ, womanish weakness, Plb.30.18.5, cf. Phld.Mus.p.16K., D.S.31.15, Plu.Caes.63.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
actitud propia de mujer, comportamiento femenino οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς Καλπουρνίας Plu.Caes.63
•ref. despect. a hombres afeminados afeminamiento ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, ἅμα δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείας Plb.30.18.5, cf. D.S.31.15, γυναικισμὸν ὃν καὶ Ἀγάθωνος ... οἱ κωμικοὶ κατηγοροῦσιν καὶ Δημοκρίτου Phld.Mus.1.33.5, cf. 4.14.37.
German (Pape)
[Seite 510] ὁ, weibisches Benehmen, Pol. 30, 16, 5; Plut. Caes. 63.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
timidité ou pusillanimité de femme.
Étymologie: γυναικίζω.
Russian (Dvoretsky)
γῠναικισμός: ὁ женственность, женская слабость Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικισμός: ὁ, γυναικώδης ἀδυναμία, Πολύβ. 30.16,5.
Greek Monolingual
ο (AM γυναικισμός) γυναικίζω
συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
η αδυναμία του γυναικείου φύλου σε σύγκριση ή σχέση με το ανδρικό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] vrouwelijke zwakheid.