καθιμάω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
let down by a rope, αὑτόν Ar.V.379, 396; κάδον Arist. Mech.857b4; τὸν τράχηλον… καθιμήσας, of the heron, Babr.94.3:— Pass., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D.C.45.2.
German (Pape)
[Seite 1286] an einem Riemen, Seile hinablassen, Ar. Vesp. 396, vgl. 378; Ath. V, 214 a; τὸν τράχηλον καθιμήσας, vom Kranich, hinunterstecken, Babr. 94, 3; ἐς τὸ Καπετώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D. Cass. 45, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire descendre au moyen d'une corde, acc.;
2 faire descendre en gén.
Étymologie: κατά, ἱμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθιμάω [κατά, ἱμάω] aan een touw neerlaten.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῑμάω: (преимущ. на веревке или ремне) опускать, спускать (κηλώνειον Arst.): κ. αὑτόν Arph. спускаться (на веревке или ремне).
Greek Monotonic
καθιμάω: [ῑ], μέλ. -ήσω, κατεβάζω κάτι με τη βοήθεια σχοινιού, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καθιμάω: ῑ, καταβιβάζω διὰ σχοινίου, καθιμᾷ αὑτὸν δήσας Ἀριστοφ. Σφ. 396, 379· καθιμῶντι μὲν γὰρ γίνεται βάρος μεῖζον ἢ εἰ μόνον κενὸν δεῖ κατάγειν τὸν κάδον, ὅταν τις καταβιβάζῃ τὸν κάδον εἰς τὸ φρέαρ διὰ τοῦ κηλωνείου, δηλ. γερανίου, Ἀριστ. Μηχανικ. 28. 2· ἁπλῶς, καταβιβάζω, τὸν τράχηλον εἰ καθιμήσας ἀνελκύσεις (δηλ. τὸ ὀστοῦν ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ λύκου), ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, Βαβρ. 94. 3. - Παθ., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι Δίων Κ. 45. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθιμᾷ· καθίησι. χαλᾷ» καὶ «καθίμησε· κατήνεγκεν ἢ κατήντλησε», καὶ «καθιμῶσι· χαλῶσι».