κηρόδετος
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
ον, δέω A) bound or joined with wax, μέλι APl.4.305 (Antip.); σῦριγξ Euph. ap. Ath. 4.184a; κ. πνεῦμα the breath of the wax-joined pipe, Theoc.Ep.5.4.
German (Pape)
[Seite 1433] mit Wachs verbunden, befestigt; μέλι Antp. Sid. 48 (Plan. 305); σύριγξ Euphor. Ath. IV, 184 a; πνεῦμα, das Blasen auf dieser, Theocr. ep. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié, collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, δετός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρόδετος -ον [κηρός, δέω] met was samengevoegd.
Russian (Dvoretsky)
κηρόδετος: скрепленный воском: κηρόδετον πνεῦμα Theocr. игра на скрепленной воском свирели.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κηρόδετος, -ον)
αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί
αρχ.
φρ. «κηρόδετον πνεῦμα» — το φύσημα του αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.).
επίρρ...
κηρόδετα
με κηρόδετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δετος (< δετός < δέω [II] «δένω»), πρβλ. αλυσόδετος, χρυσόδετος].
Greek Monotonic
κηρόδετος: Δωρ. καρ-, -ον (δέω), δεμένος με κερί, μέλι, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κηρόδετος: Δωρ. καρ-, ον, (δέω) ὁ συγκρατούμενος ἢ συγκολληθεὶς διὰ κηροῦ, μέλι Ἀνθ. Πλαν. 4. 305· σῦριγξ Εὔφορ. εἰς Ἀθήν. 184Α· κ. πνεῦμα, τὸ φύσημα τοῦ μὲ κηρὸν συνημμένου αὐλοῦ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 4.