περιχάρεια

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχάρεια Medium diacritics: περιχάρεια Low diacritics: περιχάρεια Capitals: ΠΕΡΙΧΑΡΕΙΑ
Transliteration A: pericháreia Transliteration B: perichareia Transliteration C: perichareia Beta Code: perixa/reia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, excessive joy, Pl.Phlb.65d, Ph.1.460; opp. περιωδυνία, Pl.Lg.732c: in plural, Plu.2.83d, Gal.10.841, Plot.1.4.12:—incorrectly writtenπεριχαρ-ία, D.C.44.8, Alciphr.3.38, Adam.2.38, etc.

German (Pape)

[Seite 600] ἡ, ausnehmende, übermäßige Freude; Plat. Phil. 65 d Legg. V, 732 c, im Gegensatz von περιωδυνία; Sp., wie Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιχάρεια -ας, ἡ [περιχαρής] grote vreugde.

Russian (Dvoretsky)

περιχάρεια: (χᾰ) ἡ чрезвычайная радость, ликование, восторг (ἡδονὴ καὶ π. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

περιχάρεια: [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ χαρά, ἀντίθετ. τῷ περιωδυνία, Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· ἐσφαλμένως δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ περιχαρής
μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά.