πολύκαπνος

From LSJ
Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκαπνος Medium diacritics: πολύκαπνος Low diacritics: πολύκαπνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: polýkapnos Transliteration B: polykapnos Transliteration C: polykapnos Beta Code: polu/kapnos

English (LSJ)

ον, smoky, στέγος E.El.1140.

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.

Russian (Dvoretsky)

πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].

Greek Monotonic

πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.

Middle Liddell

πολύ-καπνος, ον,
with much smoke, smoky, Eur.