πολύκαπνος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον, smoky, στέγος E.El.1140.
German (Pape)
[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.
Russian (Dvoretsky)
πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].
Greek Monotonic
πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.