ψευδόφημος
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ον, falsely uttered, S.OC1517.
German (Pape)
[Seite 1395] von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est une fausse prédiction ; mensonger.
Étymologie: ψεῦδος, φημί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδόφημος -ον [ψευδής, φήμη] vals verkondigd.
Russian (Dvoretsky)
ψευδόφημος: ложно пророчащий Soph.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].
Greek Monotonic
ψευδόφημος: -ον (φήμη), αυτός που ανήκει σε ψευδή προφητεία, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόφημος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ψευδῆ προφητείαν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1517.
Middle Liddell
ψευδό-φημος, ον, φήμη
of false divination, Soph.