κακοπάρθενος
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A accursed maiden, Sch.E.Hec.612. II Adj. unbecoming a maid, Μοῖρα AP7.468 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1301] 1) Unglücksjungfrau, Schol. Eur. Hec. 612. – 2) den Jungfrauen feindselig, oder Unglück bringende Jungfrau, Μοῖρα Mel. 124 (VII, 468).
French (Bailly abrégé)
ου;
vierge funeste (ép. de Μοῖρα).
Étymologie: κακός, παρθένος.
Greek Monolingual
κακοπάρθενος, ἡ (Α)
1. άτυχη, καταραμένη παρθένος
2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρη («κακοπάρθενος Μοῑρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + παρθένος.
Greek Monotonic
κᾰκοπάρθενος: -ον, ανάρμοστος, απρεπής για παρθένο, δυστυχής παρθένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπάρθενος: ἡ роковая дева (= Μοῖρα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπάρθενος -ου [κακός, παρθένος] vervloekte vrouw (van Moira).
Middle Liddell
κᾰκο-πάρθενος, ον
unbecoming a maid, Anth.