πολισσονόμος

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισσονόμος Medium diacritics: πολισσονόμος Low diacritics: πολισσονόμος Capitals: ΠΟΛΙΣΣΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: polissonómos Transliteration B: polissonomos Transliteration C: polissonomos Beta Code: polissono/mos

English (LSJ)

ον, (πόλις, νέμω) managing or ruling a city, ἀρχαί A.Ch.864 (anap.); π. βιοτά a life of social order, Id.Pers.853 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 656] die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate, 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui régit la cité;
2 soumis ou conforme aux lois de la cité.
Étymologie: πολισσόος, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολισσονόμος -ον [πόλις, νέμω] de stad regerend:. ἀρχαὶ π. het bestuur van de stad Aeschl. Ch. 864. de stad bewonend, de staat bewonend:. π. βιοτή het leven in de staat Aeschl. Pers. 852.

Russian (Dvoretsky)

πολισσονόμος:
1 управляющий городом, тж. руководящий государственными делами (ἀρχαί Aesch.);
2 гражданственный, государственный или общественный (βιοτά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολισσονόμος: ον (πόλις, νέμω) ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἀρχαὶ Αἰσχύλ. Χο. 864· π. βιοτά, βίος κοινωνικός, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 853.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πόλη
2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» — ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + -νόμος. Η μορφή του α' συνθετικού πολισσο- (πρβλ. πολισσ-ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ. πολισσόος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

πολισσονόμος: -ον (σῴζω), αυτός που διοικεί ή κυβερνά μια πόλη, σε Αισχύλ.· πολισσονόμος βιοτά, ζωή σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, στον ίδ.

Middle Liddell

πολισσο-νόμος, ον, πόλις, νέμω
managing or ruling a city, Aesch.; π. βιοτά a life of social order, Aesch.