κωδωνοφορέω

From LSJ
Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνοφορέω Medium diacritics: κωδωνοφορέω Low diacritics: κωδωνοφορέω Capitals: ΚΩΔΩΝΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kōdōnophoréō Transliteration B: kōdōnophoreō Transliteration C: kodonoforeo Beta Code: kwdwnofore/w

English (LSJ)

A carry the bell round, inspect sentinels, Ar.Av.842, Nicopho 26, D.C.54.4:—Pass., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται Ar.Av.1160. 2 of a ship, carry a bell, Philostr.VA3.57. II Pass., of a king, to be attended by men with bells, Str.15.1.58.

German (Pape)

[Seite 1541] Glocken od. Schellen tragen, wie die Runde, welche die Nachtwachen untersuchte (vgl. κώδων); Ar. Av. 842 u. 1160, wo πάντα φυλάττεται κύκλῳ, ἐφοδεύεται, κωδωνοφορεῖται vrbdn ist; Sp., wie D. C. 54, 4. – Strab. XV, 712 abdt τοὺς βασιλέας κωδωνοφορεῖσθαι καὶ τυμπανίζεσθαι κατὰ τὰς ἐξόδους, sie lassen sich Schellen od. Trompeten vortragen u. vorspielen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la ronde avec des clochettes;
Moy. κωδωνοφορέομαι, κωδωνοφοροῦμαι se faire accompagner de gens porteurs de cloches ou de trompettes.
Étymologie: κώδων, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωδωνοφορέω [κώδων, φέρω] de bel dragen; uitbr. inspecteren.

Russian (Dvoretsky)

κωδωνοφορέω: обходить караульные посты с сигнальным колокольчиком: πάντα κωδωνοφορεῖται Arph. все посты проверяются.

Greek Monotonic

κωδωνοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω κουδούνι, επισκέπτομαι τις σκοπιές, σε Αριστοφ. — Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, περιφέρεται το κουδούνι παντού, δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνοφορέω: περιφέρω τὸν κώδωνα, ἐπιθεωρῶ τοὺς φρουρούς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 842, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 7, Δίων Κ. 54. 4 (πρβλ. κώδων). ― Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, πανταχοῦκώδων περιφέρεται, δηλ. οἱ φρουροὶ ἐπιθεωροῦνται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1160. ΙΙ. ἐπὶ βασιλέως ὑπηρετουμένου ὑπὸ ἀνθρώπων φερόντων κώδωνας, Στράβ. 712.

Middle Liddell

κωδωνο-φορέω, fut. -ήσω
to carry the bell round, to visit the sentinels, Ar.:—Pass., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται everywhere the bell goes round, i. e. the sentinels are being visited, Ar.