συγκλέπτω
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
A steal along with, μετά τινος Antipho 6.35; τὰς ψήφους S.E.M.2.39. II deceive, elude, σ. τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί Hp.VC12.
German (Pape)
[Seite 968] mit stehlen; μετά τινος, Antiph. 1, 35; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
1 voler de complicité avec;
2 tromper à la fois.
Étymologie: σύν, κλέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κλέπτω misleiden, bedriegen.
Russian (Dvoretsky)
συγκλέπτω: украдкой похищать (τὰς ψήφους Sext.).
Greek Monolingual
Α
1. κλέβω από κοινού («τοῦ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ' οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.)
2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
συγκλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω από κοινού με κάποιον, σε Αντιφών.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλέπτω: κλέπτω ὁμοῦ, μετά τινος Ἀντιφῶν 145. 27˙ τὰς ψήφους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 39. ΙΙ. ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, αἱ ῥαφαὶ σ. καὶ τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνώμην Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.