Μολοσσικός
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
v. Μολοσσός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du pays des Molosses.
Étymologie: Μολοσσός.
Russian (Dvoretsky)
Μολοσσικός: атт. Μολοττικός 3 молосский: οἱ Μολοττικοί (sc. κύνες) Arph. молосские собаки (славившиеся как охотничья порода).