προτίμησις

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτῑμησις Medium diacritics: προτίμησις Low diacritics: προτίμησις Capitals: ΠΡΟΤΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: protímēsis Transliteration B: protimēsis Transliteration C: protimisis Beta Code: proti/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, honouring before or above others, preference, Th. 3.82: pl., Poll.8.140; assigning a higher value to, τῶν αὐτῶν ἡ π. καὶ ἡ αἵρεσις Plot.6.7.20; κατὰ προτίμησιν in order of importance, τὸ κ. π. σχῆμα (sc. μάλιστα μέν . . κτλ.) Hermog.Id.1.11. (Dor. προτίμᾱσις is dub. in SIG943.13 (Cos, iii B.C.).)

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, das Ehren oder Schätzen vor Andern, Thuc. 1, 32. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prédilection, préférence pour, gén..
Étymologie: προτιμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur.

Russian (Dvoretsky)

προτίμησις: εως (τῑ) ἡ предпочтение: ἰσονομίας πολιτικῆς προτιμήσει Thuc. в силу склонности к политическому равноправию; κατὰ προτίμησιν рит. в порядке (возрастающей или убывающей) важности.

Greek Monotonic

προτίμησις: [ῑ], ἡ, τιμή, σεβασμός (σε κάποιον) περισσότερο απ' ότι στους άλλους, προτίμηση, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προτίμησις: [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας προτίμησις Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708.

Middle Liddell

προτί¯μησις, εως, [from προτῑμάω]
an honouring before others, preference, Thuc.