αὐτάγγελος

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτάγγελος Medium diacritics: αὐτάγγελος Low diacritics: αυτάγγελος Capitals: ΑΥΤΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: autángelos Transliteration B: autangelos Transliteration C: aftaggelos Beta Code: au)ta/ggelos

English (LSJ)

ὁ, carrying one's own message, S.Ph.568; bringing news of what oneself has seen, Th.3.33: c.gen. rei, λόγων S.OC333; πάθους Plu.2.489e, cf. Arr.An.4.2.6, Max.Tyr.14.2, Nonn.D.8.222.

Spanish (DGE)

-ου
1 que él mismo es el mensajero Ὀδυσσεύς S.Ph.568, λόγων γ' αὐ. de Ismene, S.OC 333
que lleva en sí mismo un mensaje παρθένος Fauorin.Cor.39, αὐ. ὁρώμενος apareciendo como mensajero Plu.2.353c.
2 portador de noticias de primera mano o directas αὐτάγγελοι ... ἥ τε Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία ἔφρασαν Th.3.33, οὗτος μὲν αὐ. ἧκε Plu.2.347c, τὰ μὲν ἰδών, τὰ δὲ ἀκούσας ἄνεισιν αὖθις ὑποφήτης αὐ. Max.Tyr.8.2
c. gen. τοῦ πάθους de la desgracia Plu.2.489e, D.C.Epit.9.1.1, τῶν ἐν ᾍδου de los asuntos del Hades Plu.2.740b, τῆς ἁλώσεως Arr.An.4.2.6, τῆς εὐνῆς Nonn.D.8.222, Κυπριδίων ὀάρων Musae.132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte lui-même un message ou une nouvelle, qui apporte la nouvelle de ce qu’il a vu lui-même.
Étymologie: αὐτός, ἄγγελος.

German (Pape)

selbst Bote, selbst verkündend, Soph. Phil. 564, O.C. 334; Thuc. 3.33 und Sp., wie Arr. An. 4.2.6; Nonn. D. 8.222.

Russian (Dvoretsky)

αὐτάγγελος:лично приносящий весть, сообщающий о лично виденном (Soph., Thuc.; τινος Soph., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάγγελος: ὁ, ὁ αὐτοπροσώπως ἀναγγέλων τι, Σοφ. Φ. 568, πρβλ. 500 (ἔνθα διαιρεῖται, πομπόν τε καὐτὸν ἄγγελον)· ὁ φέρων ἀγγελίαν περὶ πράγματος ὅπερ ἰδίοις ὄμμασιν εἶδεν, Θουκ. 3. 33· μετὰ γεν. πράγμ., λόγων αὐτ. Σοφ. Ο. Κ. 333, πρβλ. Πλούτ. 2. 489Ε.

Greek Monolingual

αὐτάγγελος, -ον (Α)
1. αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως κάτι για τον εαυτό του
2. εκείνος που φέρνει αγγελίες ως αυτόπτης μάρτυρας.

Greek Monotonic

αὐτάγγελος: ὁ, αυτός που μεταφέρει ο ίδιος ένα μήνυμα, αυτός που δίνει πληροφορίες για ό,τι έχει δει ο ίδιος, σε Σοφ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., λόγωναὐτάγγελος, σε Σοφ.

Middle Liddell


carrying one's own message, bringing news of what oneself has seen, Soph., Thuc.; c. gen. rei, λόγων αὐτ. Soph.

English (Woodhouse)

bringing a message in person, taking one's own message

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)