δῃόω

From LSJ
Revision as of 12:31, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

French (Bailly abrégé)

v. δηϊόω.

German (Pape)

zsgzg. aus δηϊόω.

Russian (Dvoretsky)

δῃόω: стяж. к δηϊόω.

Greek (Liddell-Scott)

δῃόω: συνῃρ. ἀντὶ τοῦ δηϊόω.

English (Autenrieth)

(δήιος), opt. 3 pl. δηιόῳεν, pass. ipf. 3 pl. δηιόωντο: slay, cut down, destroy; with acc., and often also dat. instr., ἔγχεϊ, χαλκῷ, etc.; ἔγχεϊ δηιόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, ‘battling,’ Il. 18.195.
see δηιόω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. y jón. δηϊόω Il.17.566, Od.4.226, Sol.1.21, Hdt.7.133; δᾳόω Pi.N.1.66, IG 13.1353.2 (V a.C.)
• Prosodia: [Hom. usa formas contr. en δῃ- cuando tras la -ι- hay sílaba larga]
• Morfología: [ép. pres. opt. 3a plu. δηϊόῳεν Od.l.c., part. c. diéct. δηϊόων Il.17.566, A.R.4.489; ép. impf. δῄουν Il.11.71, v. pas. c. diéct. 3a plu. δηϊόωντο Il.13.675; aor. opt. 3a plu. δῃώσειαν A.R.1.244]
I c. ac. de pers. y anim.
1 matar, masacrar, exterminar Ἕκτορα Il.22.218, Τρῶας Il.4.416, cf. Lyc.986, ἐλπόμενος Διὸς υἱὸν χαλκῷ ... δῃώσειν Hes.Sc.67, δᾳώσας ἑπτὰ μ<ὲ>ν ἄνδρας IG l.c., cf. Od.l.c., Q.S.1.94, Λίγυν στρατόν A.Fr.199.9 (cód.), δῃώσας σακέεσσιν Ἰσαυρίδος ἔθνεα γαίης AP 2.406 (Christod.), un león a una res Il.17.65, fig. Eros a un mortal AP 5.10 (Alc.Mess.)
tb. en v. med. ἄχρι καμόντες εἷς ἕνα δῃώσωνται Q.S.2.654, cf. 5.567, κήτεα μὲν τοίοισιν ἐδῃώσαντο πόνοισιν Opp.H.5.350
abs. causar bajas, hacer una matanza, Il.11.71, οὐδ' ἀπολήγει χαλκῷ δηϊόων Il.17.566, ἔγχει δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος haciendo una matanza con su lanza en torno al cadáver de Patroclo, Il.18.195
en v. pas. ser asesinado, morir, perecer a manos de alguien θάνον ... Κικόνων ὕπο δῃωθέντες Od.9.66, δηιόωντο λαοί Il.13.675, cf. A.R.1.81, 4.1044, Q.S.2.15.
2 c. dat. de dioses sacrificar, inmolar ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον, ὄφρά με δῃώσωσι ... δαίμοσιν εἰναλίοις deseaban mi muerte, para sacrificarme a los dioses del mar Q.S.12.381.
3 mutilar en v. pas. Οὐρανὸς ... ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθείς Urano, mutilado a manos de Crono Orph.L.647.
II c. ac. de cosa
1 gener. desgarrar, destruir, destrozar βοείας ἀσπίδας Il.5.452, διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἄφυσσε δῃώσας y el bronce le vació las vísceras al desgarrarlas, Il.14.518, ἄνεμος ... δηιώσας καλὰ ἔργα Sol.l.c., cf. Lyc.383, I.AI 5.210, Luc.Gall.21, en v. pas. c. ac. de rel. τὸν πώγωνα δεδῃωμένος que tiene la barba arrancada Luc.DMort.20.11
fig. δ. μόρον acabar con el destino e.e. matar Pi.l.c.
2 en cont. bélico c. ac. de reg., ciu., etc. arrasar, saquear, devastar Θήβης ἄστυ δῃώσειν πυρί S.OC 1319, cf. Nonn.D.28.87, τῆς Ἀττικῆς τὰ παραθαλάσσια Hdt.5.89, cf. 8.33, Th.1.65, 114, τὴν νῆσον Hdt.6.135, cf. Hp.Ep.8, τὴν γῆν Th.1.81, Plb.2.32.4, cf. X.Cyr.3.3.18, Mem.3.5.4, A.R.1.614, I.BI 1.51, Q.S.14.3, χώραν Th.1.96, Ar.Lys.1146, X.HG 1.2.2, D.59.100, Hp.Or.Thess.408, D.S.11.13, Plu.Per.33, Sopat.Tract.193.14, 240.10, δόμους A.R.1.244, en v. pas. ἡ χώρη καὶ ἡ πόλις ἐδηιώθη Hdt.7.133, cf. Th.2.54, X.An.5.5.7, Lyc.251, Plb.2.64.6, D.S.12.61, I.BI 7.143, D.C.53.29.2, Luc.Par.40, App.Hann.16, Eus.Is.6.11 (p.43), Eun.VS 475.

Greek Monotonic

δῃόω: συνηρ. αντί δηϊόω.

Mantoulidis Etymological

-ῶ αντί δηϊόω (=καταστρέφω, λεηλατῶ). Ἀπό ἀρχική ρίζα δαϝ-. Τό ρῆμα παράγεται ἀπό τό ἐπίθετο δήϊος ἀντί δάϊος πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα δαίω (=καίω).
Παράγωγα: δῄωσις, ἀδῄωτος (=ἀλεηλάτητος).