καταράκτης
From LSJ
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
English (LSJ)
v. καταρράκτης.
German (Pape)
v.l. für καταρράκτης.
Russian (Dvoretsky)
καταράκτης: = καταρράκτης I.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.
Greek Monolingual
καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.