καταχωνεύω

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχωνεύω Medium diacritics: καταχωνεύω Low diacritics: καταχωνεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: katachōneúō Transliteration B: katachōneuō Transliteration C: katachoneyo Beta Code: kataxwneu/w

English (LSJ)

melt down, D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον = poured molten gold down his throat, App.Mith.21.

French (Bailly abrégé)

jeter en fonte, fondre.
Étymologie: κατά, χωνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χωνεύω laten smelten.

German (Pape)

einschmelzen; τὸν γυναικῶν κόσμον Din. 1.69; Dem. 22.76; Sp.; τοῦ στόματος αὐτοῦ κατεχώνευσε χρυσίον, er goß ihm geschmolzenes Gold in den Mund, App. Mithrid. 21.

Russian (Dvoretsky)

καταχωνεύω: переплавлять, расплавлять (χρυσίδας Dem.; τοὺς ἀνδριάντας εἰς ἀμίδας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχωνεύω: χωνεύω, κατατήκω, χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4· τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.· τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον, ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ στόμα του, Ἀππ. Μιθρ. 21.

Greek Monolingual

(AM καταχωνεύω)
νεοελλ.
καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω

Greek Monotonic

καταχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, τήκω, σε Δημ.