διολκή

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διολκή Medium diacritics: διολκή Low diacritics: διολκή Capitals: ΔΙΟΛΚΗ
Transliteration A: diolkḗ Transliteration B: diolkē Transliteration C: diolki Beta Code: diolkh/

English (LSJ)

ἡ, (διέλκω) A drawing away, διολκὴν εἰς τἀναντία γίνεσθαι Phld.Mus.p.35 K.; extraction of the foetus, Sor.2.62 (pl.). II diversity of opinion, S.E.M.8.322, Numen. ap. Eus.PE14.5.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 movimiento διολκὴν εἰς τἀν αντία γίνεσθαι ἀπ' ἐναντίων Phld.Mus.p.78v.K., πρὸς τὰ ἐναντία δ. τῶν στοιχείων Basil.Hex.1.11.
2 extracción τοῦ ἐμβρύου Sor.141.1.
3 retraso, demora ἵνα ... ἀπὸ τοῦ νῦν μηδεμία πρόφασις ... διολκῆς καταλείπηται PFam.Teb.24.93 (II d.C.), ἡ γὰρ δ. γέγονεν ἐν τῷ ... PMich.486.8 (II d.C.).
4 fig. diversidad de interpretación, posibilidad de discusión τὸ πρόδηλον ... οὐδεμίαν διολκὴν ἐπιδέχεται S.E.M.8.322, πολλὴν δὲ ἔχει τὰ ζητούμενα πράγματα διολκήν Origenes Cels.3.12, c. gen. τῶν δογμάτων Numen.24.64.

German (Pape)

ἡ, das Durchziehen, bes. Verdrehen eines Satzes, Sext.Emp. adv.Math. 8.322.

Russian (Dvoretsky)

διολκή: ἡ досл. расхождение, разброд, перен. недоумение (εἰς διολκὴν πίπτειν Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

διολκή: ἡ, (διέλκω) διαφορὰ γνώμης, διχογνωμία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 322.

Greek Monolingual

διολκή, η (Α) ολκή
διχογνωμία.