καταρρεπής

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρεπής Medium diacritics: καταρρεπής Low diacritics: καταρρεπής Capitals: ΚΑΤΑΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: katarrepḗs Transliteration B: katarrepēs Transliteration C: katarrepis Beta Code: katarreph/s

English (LSJ)

ές, = ἑτερορρεπής, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche.
Étymologie: καταρρέπω.

German (Pape)

ές, sich abwärts, auf eine Seite neigend, ἑτερορρεπής erkl. Hesych.

Russian (Dvoretsky)

καταρρεπής: склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρεπής: -ές, ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κατωφερής, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ ἑτεροκλινής».

Greek Monolingual

καταρρεπής, -ές (Α) καταρρέπω
αυτός που ρέπει, που γέρνει προς τα κάτω ή που γέρνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής.