κυδίων
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
v. sub κύδιστος.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
plus avantageux.
Étymologie: κῦδος.
German (Pape)
[ῡ], ον, Kompar. von κῦδος: s. κύδιστος.
Russian (Dvoretsky)
κῡδίων: 2, gen. ονος [compar. к κυδρός более славный, (более) стоящий: τί μοι ζῆν κύδιον; Eur. к чему мне жить?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδίων -ον en κύδιστος -η -ον comp. en superl. van κυδρός.
Middle Liddell
nobler: τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; what boots it me to live? Eur.