δορίκρανος
From LSJ
English (LSJ)
ον, spearheaded, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.
German (Pape)
s. δορύκρανος.
Russian (Dvoretsky)
δορίκρᾱνος: v.l. = δορύκρανος.
Greek (Liddell-Scott)
δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.
Greek Monolingual
δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.
Greek Monotonic
δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.