ἀραχναῖος
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
[ᾰρ], α, ον, of or belonging to a spider, νήματα AP6.206 (Antip. Sid.); like a spider's web, μίτος ib.39 (Arch.); ἀραχναίη, = ἀράχνη, ib.9.233 (Eryc.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): -εῖος Basil.M.29.132B, Gr.Naz.M.36.24A, Sud.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 aracneo, de la araña φωλάς AP 9.233.2 (Eryc.).
2 de telaraña ἀραχναίοις νήμασιν ἰσόμορον AP 6.206.6 (Antip.Sid.), cf. 6.207.6 (Arch.), ὑφάσματα Basil.l.c., Gr.Naz.l.c.
•fig. como telaraña μίτος AP 6.39.3 (Arch.), δεσμός Nonn.D.5.584, λόγοι Gr.Naz.M.37.555A.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d'araignée.
Étymologie: ἀράχνη.
German (Pape)
zur Spinne gehörig, νήματα Antip.Sid. 21 (VI.206); μίτος Archi. 11. (VI.39). Aber ἀραχναίη = ἀράχνη, φωλάς Eryc. 9 (IX.233).
Russian (Dvoretsky)
ἀραχναῖος: паучий (μίτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀραχναῖος: -α, -ον, ὁ τῆς ἀράχνης, ὁ ἀνήκων εἰς ἀράχνην, Ἀνθ. Π. 6. 39, 206· ἀραχναίη = ἀράχνη αὐτόθι 9, 233: - ὡσαύτως, ἀράχνειος, ον, Βασίλ. τ. 1. σ. 55Ε.
Greek Monolingual
ἀραχναῖος, -α, -ον (Μ)
αράχνειος.
Greek Monotonic
ἀραχναῖος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε αράχνη, σε Ανθ.